ζωαρκῆ — ζωαρκής life supporting neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ζωαρκής life supporting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ζωαρκής life supporting masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωαρκέα — ζωαρκής life supporting neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ζωαρκής life supporting masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωαρκές — ζωαρκής life supporting masc/fem voc sg ζωαρκής life supporting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωαρκέος — ζωαρκής life supporting masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωαρκέσιν — ζωαρκής life supporting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aalmutter — Weibchen Systematik Barschverwandte (Percomorpha) Ordnung: Groppenartige (Cottiformes) … Deutsch Wikipedia
άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωάρκεια — η (AM ζωάρκεια και διάφ. ανάγν. ζωαρκία) [ζωαρκής] νεοελλ. μσν. όσα επαρκούν για τη διατήρηση τής ζωής, επάρκεια τών προς το ζην αρχ. η διατήρηση τής ζωής … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek